πλακάζ

πλακάζ
το, Ν
άκλ.
1. τεχνολ. όρος που δηλώνει την κάλυψη ενός υλικού μικρότερης αξίας με φύλλα ή πλάκες πολυτιμότερου υλικού
2. αρχιτ. κάλυψη ενός τοίχου με πέτρες πάχους τριών έως οκτώ εκατοστομέτρων ή με τεχνητές πλάκες είτε για λόγους διακόσμησης είτε για λόγους αδιαβροχοποίησης
3. (μεταλργ.) μέθοδος επένδυσης ενός κοινού μετάλλου με κάποιο πολυτιμότερο μέταλλο
4. (ξυλουργ.) κάλυψη τής επιφάνειας κοινού ξύλου με λεπτά φύλλα πολυτιμότερου ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plackage].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλακάζ — το (λ. γαλλ., άκλ.), κατασκευή που αποτελείται από οπλισμένο τελάρο και επικαλυμμένο από τις δύο πλευρές με λεπτό φύλλο ξύλου (καπλαμά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”